Αξιολύπητος στα δανικά
Μετάφραση: αξιολύπητος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
fattig, bedrøvet, kedelige, alt for løst, løst, sørgelige, woeful
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αξιολύπητος
αξιολύπητος συνώνυμα, αξιολύπητος λεξικό γλώσσας δανικά, αξιολύπητος στα δανικά
Μεταφράσεις
- αξιολογώ στα δανικά - vurdere, evaluere, vurderer, evaluering, evaluerer
- αξιολόγηση στα δανικά - vurdering, bedømmelse, vurderingen, evaluering, vurdere
- αξιομνημόνευτος στα δανικά - mindeværdige, mindeværdig, mindeværdigt, uforglemmelig, uforglemmeligt
- αξιοπιστία στα δανικά - pålidelighed, pålideligheden, driftsikkerhed, driftssikkerhed, pålidelige
Τυχαίες λέξεις
Αξιολύπητος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: fattig, bedrøvet, kedelige, alt for løst, løst, sørgelige, woeful
Μεταφράσεις: fattig, bedrøvet, kedelige, alt for løst, løst, sørgelige, woeful