Αξιόλογος στα δανικά
Μετάφραση: αξιόλογος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
bemærkelsesværdig, bemærkelsesværdige, bemærkelsesværdigt, markant, betydelig
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αξιόλογος
αξιόλογοσ μεταφραση, αξιόλογος english, αξιόλογος συνώνυμο, αξιόλογος συνώνυμα, αξιόλογος λεξικό γλώσσας δανικά, αξιόλογος στα δανικά
Μεταφράσεις
- αξιοσημείωτος στα δανικά - berømt, bemærkelsesværdige, bemærkelsesværdigt, bemærkelsesværdig, bemærkes
- αξιωματικός στα δανικά - embedsmand, officer, politibetjent, anvisningsberettigede, medarbejder
- αξιόπιστος στα δανικά - pålidelig, pålidelige, pålideligt, mest, pålidelighed
- αξονικός στα δανικά - aksial, aksiale, aksialt, axial
Τυχαίες λέξεις
Αξιόλογος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: bemærkelsesværdig, bemærkelsesværdige, bemærkelsesværdigt, markant, betydelig
Μεταφράσεις: bemærkelsesværdig, bemærkelsesværdige, bemærkelsesværdigt, markant, betydelig