Αξιόλογος στα ισλανδικά
Μετάφραση: αξιόλογος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
talsverður, umtalsverður, athyglisverð, áberandi, þekktur, eftirtektarvert, athyglisvert
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αξιόλογος
αξιόλογοσ μεταφραση, αξιόλογος english, αξιόλογος συνώνυμο, αξιόλογος συνώνυμα, αξιόλογος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, αξιόλογος στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- αξιοσημείωτος στα ισλανδικά - athyglisvert, eftirtektarverð, athyglisverð, eftirtektarvert, vert
- αξιωματικός στα ισλανδικά - embættismaður, herforingi, liðsforingi, yfirmaður, foringi, starfsmaður, yfirmann
- αξιόπιστος στα ισλανδικά - ábyggilegur, áreiðanlegur, áreiðanleg, áreiðanlegar, áreiðanlegt, áreiðanlega
- αξονικός στα ισλανδικά - axial, áslæg, áslægt, AslsBg, Aslæg
Τυχαίες λέξεις
Αξιόλογος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: talsverður, umtalsverður, athyglisverð, áberandi, þekktur, eftirtektarvert, athyglisvert
Μεταφράσεις: talsverður, umtalsverður, athyglisverð, áberandi, þekktur, eftirtektarvert, athyglisvert