Απεικόνιση στα δανικά
Μετάφραση: απεικόνιση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
portræt, figur, repræsentation, skildring, afbildning, afbildningen, skildringen, afbilder
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απεικόνιση
απεικόνιση μαγνητικού συντονισμού, απεικόνιση 1-1, απεικόνιση συναλλαγών, απεικόνιση πλοίων, απεικόνιση αιγαίου, απεικόνιση λεξικό γλώσσας δανικά, απεικόνιση στα δανικά
Μεταφράσεις
- απεγνωσμένος στα δανικά - desperate, desperat, desperat for, fortvivlet, desperate efter
- απεικονίζω στα δανικά - beskrive, skildre, portrættere, fremstille, afbilder, skildrer
- απειλή στα δανικά - trussel, truslen, fare, trussel mod, trusler
- απειλητικός στα δανικά - truende, truer, der truer, livstruende
Τυχαίες λέξεις
Απεικόνιση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: portræt, figur, repræsentation, skildring, afbildning, afbildningen, skildringen, afbilder
Μεταφράσεις: portræt, figur, repræsentation, skildring, afbildning, afbildningen, skildringen, afbilder