Απεικόνιση στα ολλανδικά

Μετάφραση: απεικόνιση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vertegenwoordiging, afbeelding, figuur, beeld, uitbeelding, voorstelling, weergave, afbeelden
Απεικόνιση στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απεικόνιση

απεικόνιση μαγνητικού συντονισμού, απεικόνιση 1-1, απεικόνιση συναλλαγών, απεικόνιση πλοίων, απεικόνιση αιγαίου, απεικόνιση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, απεικόνιση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • απεγνωσμένος στα ολλανδικά - radeloos, wanhopig, hopeloos, vertwijfeld, wanhopige
  • απεικονίζω στα ολλανδικά - uitbeelden, beschrijven, verbeelden, afbeelden, portretteren, schilderen, te beelden, ...
  • απειλή στα ολλανδικά - dreigement, bedreiging, dreiging, gevaar, bedreigd
  • απειλητικός στα ολλανδικά - dreigend, dreigende, bedreigend, bedreigende, bedreiging
Τυχαίες λέξεις
Απεικόνιση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: vertegenwoordiging, afbeelding, figuur, beeld, uitbeelding, voorstelling, weergave, afbeelden