Απομακρυσμένος στα δανικά
Μετάφραση: απομακρυσμένος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
fjern, fjernt, fjerne, langt, afstand
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απομακρυσμένος
απομακρυσμένος έλεγχος υπολογιστή, απομακρυσμένος έλεγχος iphone, απομακρυσμένος έλεγχος συσκευών, απομακρυσμένοσ μετάφραση, απομακρυσμένος έλεγχος dvr, απομακρυσμένος λεξικό γλώσσας δανικά, απομακρυσμένος στα δανικά
Μεταφράσεις
- απολύω στα δανικά - taske, sæk, fyr, ild, afskedige, bål, fyre, ...
- απομίμηση στα δανικά - efterligning, imiteret, imitation, efterligninger
- απομνημονεύω στα δανικά - huske, lagre, lære, gemme, at huske
- απομονωμένος στα δανικά - isolerede, isoleret
Τυχαίες λέξεις
Απομακρυσμένος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: fjern, fjernt, fjerne, langt, afstand
Μεταφράσεις: fjern, fjernt, fjerne, langt, afstand