Λέξη: τρούλος

Σχετικές λέξεις: τρούλος

τρούλος αγίου πέτρου, ονειροκρίτης τρούλος, τρούλος μετάφραση, τρούλος αρχάνες, τρούλος αγίας σοφίας, τρούλος σκιάθος, κώστας τρούλος, τρούλος του βράχου, τρούλοσ ή θόλοσ του βράχου, τρούλος εκκλησίας

Συνώνυμα: τρούλος

θόλος

Μεταφράσεις: τρούλος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
dome, cupola, dome is, dome of, dome was
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
bóveda, cúpula, domo, cúpula de, de cúpula
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kuppel, dampfdom, dom, Kuppel, Dom, Dome
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
dôme, voûte, coupole, de dôme, dome, dôme de
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cupola, dome, a cupola, cupola di, della cupola
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cúpula, abóbada, armário, dólar, dome, domo, cúpula de
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
koepel, dome, koepel van, de koepel
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вагранка, баня, маковка, купол, сухопарник, котелок, свод, купола, куполом, купольная, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kuppel, dome, kuppelen, domen
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kupol, kupolen, dome, domen
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
holvi, kupoli, kupolin, kuvun, dome, kupu
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
Dome, kuppel, kuplen, Dôme
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kopule, báně, dóm, kupole, báň, dome
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
żeliwiak, sklepienie, kopuła, bania, kopułka, kopuły, dome, kopułę, kopułą
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hengerfejüreg, kupola, dóm, dome, kupolája, kupolán
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kubbe, dome, kubbesi, kubbeli, kubbenin
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
котелок, звід, склепіння, купол, баня, вагранка, баню, маківка
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kube, kupolë, dome, kubeja, kupolla
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
купол, куполна, купола, куполни
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
купал
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kuppelstaadion, sulatustiigel, kuppel, Dome, kupli, laevooderdus, kuppelkaamera
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
svod, palača, kube, krov, kupola, kupole, kupolu, kupolom, dome
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bunga, hvelfing, Dome, hvelfingu, Hvolfþakið
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kupolas, dome, kupolo, kopułą, kupolinė
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kupols, dome, Doma, kupola, pusapaļu
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
куполата, купола, куполна, свод, Dome
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cupolă, dom, dome, cupola, dome de
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dóm, dome, kupola, kupolo, kupole, kupolaste
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dóm, klenba, kopule, kupola, kupole, kupoly, kopula
Τυχαίες λέξεις