Απομακρυσμένος στα ολλανδικά

Μετάφραση: απομακρυσμένος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verwijderd, veraf, afgelegen, ververwijderd, verafgelegen, ver, verre, verte, op afstand
Απομακρυσμένος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απομακρυσμένος

απομακρυσμένος έλεγχος υπολογιστή, απομακρυσμένος έλεγχος iphone, απομακρυσμένος έλεγχος συσκευών, απομακρυσμένοσ μετάφραση, απομακρυσμένος έλεγχος dvr, απομακρυσμένος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, απομακρυσμένος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • απολύω στα ολλανδικά - zak, vuur, vuren, vlam, ontslag, schieten, tas, ...
  • απομίμηση στα ολλανδικά - imitatie, namaak, navolging, nabootsing, vals
  • απομνημονεύω στα ολλανδικά - memoriseren, onthouden, onthoud, te onthouden, slaan
  • απομονωμένος στα ολλανδικά - alleenstaand, geïsoleerd, geïsoleerde, geïsoleerd, geïsoleerde, Vrijstaand
Τυχαίες λέξεις
Απομακρυσμένος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verwijderd, veraf, afgelegen, ververwijderd, verafgelegen, ver, verre, verte, op afstand