Αποσύρω στα δανικά
Μετάφραση: αποσύρω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tilbagekalde, trække, inddrage, trække sig, hæve
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποσύρω
αποσύρω αγγλικα, αποσύρω συνώνυμο, αποσύρω στα αγγλικά, αποσύρω μεταφραση, αποσύρω αόριστος, αποσύρω λεξικό γλώσσας δανικά, αποσύρω στα δανικά
Μεταφράσεις
- αποσυνθέτω στα δανικά - smuldre, gå i opløsning, i opløsning, smuldrer, disintegrere
- αποσύρομαι στα δανικά - tilbagekalde, trække, inddrage, trække sig, hæve
- αποτέλεσμα στα δανικά - følge, udfald, resultat, virkning, konsekvens, resultatet, grund, ...
- αποταμίευση στα δανικά - besparelser, opsparing, besparelse, fra opsparing
Τυχαίες λέξεις
Αποσύρω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tilbagekalde, trække, inddrage, trække sig, hæve
Μεταφράσεις: tilbagekalde, trække, inddrage, trække sig, hæve