Ατάραχος στα δανικά
Μετάφραση: ατάραχος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
rolig, uforstyrret, uanfægtet, uperturberede, uforstyrrede, allesammen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ατάραχος
ατάραχος συνώνυμα, ατάραχος λεξικό γλώσσας δανικά, ατάραχος στα δανικά
Μεταφράσεις
- ασύστολα στα δανικά - skamløst, frækt, skammeligt, skamløst at, skamløs
- ασύστολος στα δανικά - Ruthless, hensynsløse, hensynsløs, skånselsløs, skånselsløse
- ατάσθαλος στα δανικά - uregelmæssighed, uregelmæssigheder, uregelmæssigheden
- ατέλεια στα δανικά - brist, defekt, fejl, ufuldkommenhed, imperfection, imperfektion, ufuldkommenhed på
Τυχαίες λέξεις
Ατάραχος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: rolig, uforstyrret, uanfægtet, uperturberede, uforstyrrede, allesammen
Μεταφράσεις: rolig, uforstyrret, uanfægtet, uperturberede, uforstyrrede, allesammen