Λέξη: αναγκαιότητα
Σχετικές λέξεις: αναγκαιότητα
αναγκαιότητα του προϋπολογισμού λειτουργίας μίας επιχείρησης, αναγκαιότητα και περιεχόμενο επιμόρφωσης διευθυντών σχολικών μονάδων μια διερευνητική μελέτη, αναγκαιότητα κριτικήσ ικανότητασ, αναγκαιότητα συνώνυμο, αναγκαιότητα και σκοπιμότητα του επιχειρηματικού σχεδίου, αναγκαιότητα διοίκησης, αναγκαιότητα νοσηλευτικήσ διοίκησησ, αναγκαιότητα της τέχνης, αναγκαιότητα επιμόρφωσης εκπαιδευτικών, αναγκαιότητα δια βίου μάθησης
Συνώνυμα: αναγκαιότητα
ανάγκη, χρεία
Μεταφράσεις: αναγκαιότητα
αναγκαιότητα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
necessity, need, need for, need to, necessity of
αναγκαιότητα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
necesidad, precisión, la necesidad, necesidad de, necesario, necesariamente
αναγκαιότητα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bedürfnis, zwang, not, notwendigkeit, dringlichkeit, Notwendigkeit, notwendig, Not, die Notwendigkeit
αναγκαιότητα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
besoin, indigence, misère, nécessité, la nécessité, nécessaire, nécessité de
αναγκαιότητα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
necessità, bisogno, la necessità, necessità di, necessariamente, esigenza
αναγκαιότητα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
preciso, necessário, necessidade, necessidade de, necessariamente, a necessidade, necessidades
αναγκαιότητα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
noodzakelijkheid, noodzaak, noodzakelijk, noodzakelijk is, de noodzaak
αναγκαιότητα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бедность, необходимость, неизбежность, потребность, нужда, неминуемость, надобность, необходимости, необходимостью
αναγκαιότητα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
nødvendighet, nødvendigheten, nødvendig, nødvendigheten av
αναγκαιότητα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
behov, nöd, nödvändighet, nödvändigheten, behovet, nödvändigt, är nödvändigt
αναγκαιότητα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
puute, välttämättömyys, pakko, tarpeellisuus, tarve, välttämätöntä, tarpeellisuutta, tarpeellisuuden
αναγκαιότητα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
nødvendighed, nødvendigheden, nødvendigt, er nødvendigt, behovet
αναγκαιότητα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nezbytnost, nuzota, potřeba, nutnost, nutností, nezbytné
αναγκαιότητα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
konieczność, niezbędność, bieda, potrzeba, koniecznością, konieczności, konieczne
αναγκαιότητα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szükségesség, szükségszerűség, szükség, szükségességét, szükségessége
αναγκαιότητα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
zorunluluk, gerekliliği, gereklilik, ihtiyaç, zorunluluktur
αναγκαιότητα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
нестаток, злидні, неминучість, убогість, потреба, необхідність, необхідності, на необхідності
αναγκαιότητα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
domosdoshmëri, nevoja, nevojë, nevojën, domosdoshmëria
αναγκαιότητα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
необходимост, необходимостта, необходимо, нужда
αναγκαιότητα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
неабходнасць, неабходнасьць, патрэба
αναγκαιότητα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
paratamatus, vajalikkus, vajadus, vajadust, vajalikkuse, vajalikkust
αναγκαιότητα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nužnost, nužna, oskudica, neizbježnost, potreba, potrebu, neophodnost
αναγκαιότητα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
nauðsyn, nauðsynleg, nauðsyn þess, nauðsynlegt
αναγκαιότητα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
būtinybė, būtina, būtinumas, būtinybę, būtinumo
αναγκαιότητα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nepieciešamība, nepieciešamību, nepieciešams, vajadzība, nepieciešama
αναγκαιότητα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
потребата, неопходност, неопходноста, потреба, нужност
αναγκαιότητα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
necesitate, necesitatea, necesității, necesar, nevoie
αναγκαιότητα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
potreba, nujnost, nuja, potrebnost, nujnosti
αναγκαιότητα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nutnosť, potrebu, potreba, nevyhnutnosť, potrebné
Τυχαίες λέξεις