Λέξη: διθυραμβικός

Σχετικές λέξεις: διθυραμβικός

διθυραμβικός λεξικο, διθυραμβικός σημασια, διθυραμβικός χορός, διθυραμβικός ετυμολογια

Μεταφράσεις: διθυραμβικός

διθυραμβικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
rave, dithyrambic, not dithyrambic

διθυραμβικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
devanear, delirar, ditirámbico, ditirámbica, ditirambo, ditirámbicos

διθυραμβικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
dithyrambischen, dithyrambische, dithyrambic, dithyrambisch, dithyrambischer

διθυραμβικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rager, extravaguer, divaguer, délirer, dithyrambique, dithyrambiques, dithyrambe, dithyrambic

διθυραμβικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
delirare, farneticare, vaneggiare, ditirambico, dithyrambic, ditirambica, ditirambici, ditirambo

διθυραμβικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
dithyrambic, ditirâmbico, ditirâmbica

διθυραμβικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dityrambisch, dithyrambische

διθυραμβικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
грезить, бредить, маячить, бред, рев, неистовствовать, дифирамбический

διθυραμβικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dithyrambic

διθυραμβικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
dithyrambic

διθυραμβικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
riehua, pauhata, vouhottaa, dithyrambic

διθυραμβικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
dityrambisk

διθυραμβικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
fantazírovat, bláznit, třeštit, zuřit, běsnit, blouznit, dithyrambic

διθυραμβικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
poszaleć, unosić, wściekać, przepadać, fiksować, bredzić, szaleć, entuzjastyczny, majaczyć, dytyrambiczny

διθυραμβικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vendégoldal, kocsioldal, szekéroldal, ditirambusi

διθυραμβικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
coşkulu, dithyrambic, abartılı, ditiramp türünde, hararetli

διθυραμβικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
спустошення, дифірамбічній

διθυραμβικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ditirambik

διθυραμβικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
dithyrambic

διθυραμβικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дифирамбический

διθυραμβικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
märatsema, sonima, dithyrambic

διθυραμβικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
govoriti, buncati, urlati, mahnitati, ditirambski

διθυραμβικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
geisa, dithyrambic

διθυραμβικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Dytyrambiczny

διθυραμβικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
dithyrambic

διθυραμβικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
dithyrambic

διθυραμβικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ditirambic

διθυραμβικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dithyrambic

διθυραμβικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dithyrambic
Τυχαίες λέξεις