Γογγύζω στα δανικά
Μετάφραση: γογγύζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
grouch, surhed, gnavpotte, mukke
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γογγύζω
γογγύζω συνωνυμα, γογγύζω τι σημαινει, γογγύζω ετυμολογία, γογγύζω λεξικό γλώσσας δανικά, γογγύζω στα δανικά
Μεταφράσεις
- γνώσεις στα δανικά - viden, kendskab, kundskab, kendskab til, kendskabet
- γνώση στα δανικά - kundskab, kendskab, viden, kendskab til, kendskabet
- γοητευτικός στα δανικά - hentning, hente, at hente, henter, hentning af
- γοητεύω στα δανικά - ynde, tryllebinde, hypnotisere, mesmerize, at tryllebinde, hypnotisere en
Τυχαίες λέξεις
Γογγύζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: grouch, surhed, gnavpotte, mukke
Μεταφράσεις: grouch, surhed, gnavpotte, mukke