Γοητευτικός στα δανικά
Μετάφραση: γοητευτικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
hentning, hente, at hente, henter, hentning af
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γοητευτικός
γοητευτικόσ άντρασ, γοητευτικός γυναικες, γοητευτικός συνώνυμα, γοητευτικός συνώνυμο, γοητευτικόσ ηθοποιόσ που συμμετείχε και σε talent show, γοητευτικός λεξικό γλώσσας δανικά, γοητευτικός στα δανικά
Μεταφράσεις
- γνώση στα δανικά - kundskab, kendskab, viden, kendskab til, kendskabet
- γογγύζω στα δανικά - grouch, surhed, gnavpotte, mukke
- γοητεύω στα δανικά - ynde, tryllebinde, hypnotisere, mesmerize, at tryllebinde, hypnotisere en
- γονίδιο στα δανικά - gen, genet
Τυχαίες λέξεις
Γοητευτικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: hentning, hente, at hente, henter, hentning af
Μεταφράσεις: hentning, hente, at hente, henter, hentning af