Γοητευτικός στα ουκρανικά
Μετάφραση: γοητευτικός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
приголомшуючий, приголомшення, приголомшливий, вибірка, добірка
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γοητευτικός
γοητευτικόσ άντρασ, γοητευτικός γυναικες, γοητευτικός συνώνυμα, γοητευτικός συνώνυμο, γοητευτικόσ ηθοποιόσ που συμμετείχε και σε talent show, γοητευτικός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, γοητευτικός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- γνώση στα ουκρανικά - мистецьки, по-мистецьки, навмисно, вміло, свідомо, знання, знание
- γογγύζω στα ουκρανικά - пульсація, пульсувати, поганий настрій, дурний настрій, кепський настрій
- γοητεύω στα ουκρανικά - чари, чарувати, заполонювати, чаруйте, шарм, зачарувати, привабливість, ...
- γονίδιο στα ουκρανικά - ген
Τυχαίες λέξεις
Γοητευτικός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: приголомшуючий, приголомшення, приголомшливий, вибірка, добірка
Μεταφράσεις: приголомшуючий, приголомшення, приголомшливий, вибірка, добірка