Δικαιολογώ στα δανικά
Μετάφραση: δικαιολογώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
undskyldning, undskyldning for, påskud
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δικαιολογώ
δικαιολογώ συνώνυμα, δικαιολογώ english, λεξικό δικαιολογώ, δικαιολογώ λεξικό γλώσσας δανικά, δικαιολογώ στα δανικά
Μεταφράσεις
- δικαιοδοσία στα δανικά - jurisdiktion, kompetence, retternes kompetence, kompetent
- δικαιολογία στα δανικά - undskylde, undskyldning, undskyldning for, påskud
- δικαιοσύνη στα δανικά - dommer, retfærdighed, Justice, domstolene, Domstol er der
- δικαιώνω στα δανικά - retfærdiggøre, begrunde, berettige, berettiger, begrunder
Τυχαίες λέξεις
Δικαιολογώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: undskyldning, undskyldning for, påskud
Μεταφράσεις: undskyldning, undskyldning for, påskud