Εγκαινιάζω στα δανικά

Μετάφραση: εγκαινιάζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
åbne, indvie, indlede, indvier, at indvie, indvielsen
Εγκαινιάζω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εγκαινιάζω

εγκαινιάζω τον καινουργιο εαυτο μου - μακροπουλοσ, εγκαινιάζω μακροπουλος, εγκαινιάζω τον καινούριο εαυτό μου, εγκαινιάζω μακροπουλος lyrics, εγκαινιάζω τον καινουργιο εαυτο μου, εγκαινιάζω λεξικό γλώσσας δανικά, εγκαινιάζω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • εγκαθιδρύω στα δανικά - egkathidryo
  • εγκαθιστώ στα δανικά - installere, installerer, installeres, at installere, installation
  • εγκαλώ στα δανικά - indklage
  • εγκαρτέρηση στα δανικά - udholdenhed, vedholdenhed, ihærdighed, vedholdende
Τυχαίες λέξεις
Εγκαινιάζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: åbne, indvie, indlede, indvier, at indvie, indvielsen