Εγκαινιάζω στα ολλανδικά

Μετάφραση: εγκαινιάζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
beginner, openen, openlijk, opendoen, openmaken, open, inaugureren, inhuldigen, inluiden, wijden, huldigen, te wijden
Εγκαινιάζω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εγκαινιάζω

εγκαινιάζω τον καινουργιο εαυτο μου - μακροπουλοσ, εγκαινιάζω μακροπουλος, εγκαινιάζω τον καινούριο εαυτό μου, εγκαινιάζω μακροπουλος lyrics, εγκαινιάζω τον καινουργιο εαυτο μου, εγκαινιάζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εγκαινιάζω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • εγκαθιδρύω στα ολλανδικά - fitten, aanleggen, installeren, egkathidryo
  • εγκαθιστώ στα ολλανδικά - aanleggen, fitten, installeren, te installeren, installeert, geïnstalleerd, installeer
  • εγκαλώ στα ολλανδικά - beschuldigen, voor het gerecht dagen, dagvaarden, gerecht dagen, het gerecht dagen
  • εγκαρτέρηση στα ολλανδικά - gelatenheid, berusting, volharding, vasthoudendheid, doorzettingsvermogen, het doorzettingsvermogen, de volharding
Τυχαίες λέξεις
Εγκαινιάζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: beginner, openen, openlijk, opendoen, openmaken, open, inaugureren, inhuldigen, inluiden, wijden, huldigen, te wijden