Εγκαινιάζω στα λιθουανικά
Μετάφραση: εγκαινιάζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atidaryti, iškilmingai atidaryti, inauguruoti, Iezvanīt, iškilmingai
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εγκαινιάζω
εγκαινιάζω τον καινουργιο εαυτο μου - μακροπουλοσ, εγκαινιάζω μακροπουλος, εγκαινιάζω τον καινούριο εαυτό μου, εγκαινιάζω μακροπουλος lyrics, εγκαινιάζω τον καινουργιο εαυτο μου, εγκαινιάζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, εγκαινιάζω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- εγκαθιδρύω στα λιθουανικά - egkathidryo
- εγκαθιστώ στα λιθουανικά - įrengti, įdiegti, diegti, įdiekite
- εγκαλώ στα λιθουανικά - patraukti atsakomybėn, Pritraukti, Inkryminować, Pasmerkti, kaltinti
- εγκαρτέρηση στα λιθουανικά - atkaklumas, atkaklumo, atkaklumą, ištvermės, ištvermingumas
Τυχαίες λέξεις
Εγκαινιάζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: atidaryti, iškilmingai atidaryti, inauguruoti, Iezvanīt, iškilmingai
Μεταφράσεις: atidaryti, iškilmingai atidaryti, inauguruoti, Iezvanīt, iškilmingai