Εγκρατής στα δανικά
Μετάφραση: εγκρατής, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
afholdende, stoffri, abstinent, røgfri, abstinensfri
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εγκρατής
εγκρατής συνώνυμο, ο εγκρατής, εγκρατής αντώνυμο, εγκρατής λεξικό γλώσσας δανικά, εγκρατής στα δανικά
Μεταφράσεις
- εγκράτεια στα δανικά - mådehold, Temperance, mådeholdenhed, selvbeherskelse, Maadehold
- εγκρίνω στα δανικά - godkende, godkender, at godkende, godkendelse, godkendes
- εγκυμοσύνη στα δανικά - graviditet, graviditeten, drægtighed, med graviditet
- εγκόσμιος στα δανικά - verdslige, hverdagsagtige, trivielle, banalt, helt jordnære
Τυχαίες λέξεις
Εγκρατής στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: afholdende, stoffri, abstinent, røgfri, abstinensfri
Μεταφράσεις: afholdende, stoffri, abstinent, røgfri, abstinensfri