Λέξη: οργανικός
Σχετικές λέξεις: οργανικός
οργανικόσ καφέσ, οργανικός νόμος 1900, οργανικός διανοούμενος, οργανικός κύκλος rankine, οργανικός νόμος, οργανικός σίδηρος, οργανικός νόμος 1868, οργανικός καφές γουατεμάλας, οργανικός διαλύτης, οργανικός αναλφαβητισμός
Συνώνυμα: οργανικός
ενόργανος
Μεταφράσεις: οργανικός
οργανικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
organic, an organic
οργανικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
orgánico, orgánica, orgánicos, ecológica, orgánicas
οργανικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
organisch, konstitutiv, organischen, organische, organischer, organisches
οργανικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
organique, biologique, organiques, bio, biologiques
οργανικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
organico, organica, biologica, biologico, organici
οργανικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
órgão, orgânico, orgânica, orgânicos, biológica, org�ica
οργανικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
organisch, organiek, organische, biologische, Organic, biologisch
οργανικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
согласованный, систематизированный, взаимозависимый, координированный, организованный, органический, органичный, органическое, органических, органического, органическую
οργανικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
organisk, organiske, økologisk, økologiske, biologisk
οργανικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
organiskt, organiska, organisk, ekologisk, ekologiska
οργανικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
elimellinen, eloperäinen, orgaaninen, orgaaniset, orgaanisen, orgaanisten, orgaanisia
οργανικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
organisk, organiske, økologisk, økologiske
οργανικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
organický, Organická, organické, organických, ekologické
οργανικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
narządowy, organiczny, ekologiczny, organiczną, organiczne, organicznych, organiczna
οργανικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szerves, ökológiai, organikus, a szerves, szervesanyag
οργανικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
organik, organik bir, bir organik
οργανικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
організований, систематизований, погоджений, органічний, органічна, органічне
οργανικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
organik, organike, organik i, organike të
οργανικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
органичен, Органичният, органична, Органичната, биологичното
οργανικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
арганічны
οργανικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
orgaaniline, mäetekkeline, orgaanilised, orgaaniliste, orgaanilise, orgaanilisi
οργανικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
organska, životni, organski, Organska, Organsku, organske, organsko
οργανικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lífræn, lífrænt, lífræni, lífræna, lífrænum
οργανικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
organinis, organinė, organinės, organinių, ekologiškų
οργανικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
organisks, organisko, bioloģiskā, organiskā, organiskās
οργανικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
органски, органските, органска, органското, органско
οργανικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
organic, organică, organice, ecologică, ecologice
οργανικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
organski, organska, ekološko, organsko, organske
οργανικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
organický, organického, množstvo organického, organické, obsah organického