Εξακολουθώ στα δανικά

Μετάφραση: εξακολουθώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
beholde, holde, fortsætte, fortsat, fortsætte med, fortsætter, Fortsæt
Εξακολουθώ στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξακολουθώ

εξακολουθώ να σ ακολουθώ, εξακολουθώ συνωνυμα, εξακολουθώ λεξικό γλώσσας δανικά, εξακολουθώ στα δανικά

Μεταφράσεις

  • εξαιρετικά στα δανικά - yderst, ekstremt, meget, særdeles, ekstrem
  • εξαιρετικός στα δανικά - ekstraordinære, usædvanlige, usædvanlig, exceptionel, ekstraordinær
  • εξακοντίζω στα δανικά - skyde, optage, skyder, at skyde, skyd
  • εξακριβώνω στα δανικά - fastslå, konstatere, Det sikres, Derefter bestemmes
Τυχαίες λέξεις
Εξακολουθώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: beholde, holde, fortsætte, fortsat, fortsætte med, fortsætter, Fortsæt