Beholde στα ελληνικά

Μετάφραση: beholde, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διασώζω, εξακολουθώ, αποκρούω, διάσωση, υποστηρίζω, κατακρατώ, εκτός, διατείνομαι, διατηρώ, αποταμιεύω, κρατώ, συντηρώ, διατήρηση, κρατήσει, διατηρούν, να κρατήσει, διατηρήσει
Beholde στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • behandling στα ελληνικά - θεραπεία, μεταχείριση, αγωγή, θεραπείας, επεξεργασία
  • beherske στα ελληνικά - εντολή, διατάζω, προστάζω, προσταγή, έλεγχος, εξουσιάζω, δάσκαλος, ...
  • beholder στα ελληνικά - σκεύος, βαζάκι, κανάτα, βαρέλι, αγγείο, πλοίο, σκάφος, ...
  • behov στα ελληνικά - απαίτηση, ζητώ, απαιτώ, ανάγκη, ζήτηση, χρειάζομαι, ανάγκες, ...
Τυχαίες λέξεις
Beholde στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διασώζω, εξακολουθώ, αποκρούω, διάσωση, υποστηρίζω, κατακρατώ, εκτός, διατείνομαι, διατηρώ, αποταμιεύω, κρατώ, συντηρώ, διατήρηση, κρατήσει, διατηρούν, να κρατήσει, διατηρήσει