Εξαντλημένος στα δανικά

Μετάφραση: εξαντλημένος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
opbrugt, udtømt, udmattet, udmattede
Εξαντλημένος στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξαντλημένος

εξαντλημένος μεταφραση, εξαντλημένος συνώνυμα, εξαντλημένος λεξικό γλώσσας δανικά, εξαντλημένος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • εξαναγκάζω στα δανικά - kraft, styrke, tvinge, konstruere, producere, voldsomhed, planere, ...
  • εξαναγκασμός στα δανικά - tvang, tvangsmidler, tvangsforanstaltninger
  • εξαντλώ στα δανικά - saft, udstødning, udstødningsgas, udstødningen, udstødningssystem, udstødningssystemet
  • εξαπίνης στα δανικά - overrumplende, uforvarende, bag på, overrumplet, på sengen
Τυχαίες λέξεις
Εξαντλημένος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: opbrugt, udtømt, udmattet, udmattede