Εξαντλημένος στα λιθουανικά
Μετάφραση: εξαντλημένος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
išsekęs, išnaudotos, išnaudota, išnaudojo, išnaudotas
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξαντλημένος
εξαντλημένος μεταφραση, εξαντλημένος συνώνυμα, εξαντλημένος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, εξαντλημένος στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- εξαναγκάζω στα λιθουανικά - spausti, gaminti, spirti, statyti, jėga, fasonas, smurtas, ...
- εξαναγκασμός στα λιθουανικά - prievarta, vertimas, prievartos, prievartą, pat prievarta
- εξαντλώ στα λιθουανικά - sula, išmetamosios dujos, išmetamųjų, išmetimo, išmetamųjų dujų, dujų išmetimo
- εξαπίνης στα λιθουανικά - netikėtai, netyčia, nelauktai, staiga, nežinodami
Τυχαίες λέξεις
Εξαντλημένος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: išsekęs, išnaudotos, išnaudota, išnaudojo, išnaudotas
Μεταφράσεις: išsekęs, išnaudotos, išnaudota, išnaudojo, išnaudotas