Εξαντλημένος στα ουγγρικά

Μετάφραση: εξαντλημένος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kimerült, kimerítették, kimerítette, kimerültek, kimerül
Εξαντλημένος στα ουγγρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξαντλημένος

εξαντλημένος μεταφραση, εξαντλημένος συνώνυμα, εξαντλημένος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, εξαντλημένος στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • εξαναγκάζω στα ουγγρικά - gyártmány, márka, érvényesség, energia, megfélemlít, lerombol, juttassuk, ...
  • εξαναγκασμός στα ουγγρικά - korlátozás, kényszerítés, kényszert, kényszerítést, a kényszerítést, kényszerrel
  • εξαντλώ στα ουγγρικά - autógumi, kerékpárgumi, életnedv, kipufogó, kipufogógáz, elszívó, kipufogórendszer
  • εξαπίνης στα ουγγρικά - észrevétlenül, akaratlanul, váratlanul, felkészületlenül, ki őr
Τυχαίες λέξεις
Εξαντλημένος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: kimerült, kimerítették, kimerítette, kimerültek, kimerül