Επίπεδο στα δανικά

Μετάφραση: επίπεδο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
jævn, høvl, flad, plan, flyvemaskine, niveau, fly, etage, højde, lige, niveauet
Επίπεδο στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επίπεδο

επίπεδο κατάρτισης με βάση την εθνική ή διεθνή ταξινόμηση, επίπεδο συνώνυμα, επίπεδο του εππ, επίπεδο β, επίπεδο β2, επίπεδο λεξικό γλώσσας δανικά, επίπεδο στα δανικά

Μεταφράσεις

  • επίμονος στα δανικά - vedholdende, vedvarende, persistente, persistent, persisterende
  • επίορκος στα δανικά - Meeneder, meneder
  • επίπεδος στα δανικά - jævn, flad, lejlighed, fladskærms, flade, fladt, fast
  • επίπλευση στα δανικά - flotation, børsnotering, flydeevne, børsintroduktion, flotation enhed
Τυχαίες λέξεις
Επίπεδο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: jævn, høvl, flad, plan, flyvemaskine, niveau, fly, etage, højde, lige, niveauet