Λέξη: λαρδί
Σχετικές λέξεις: λαρδί
λαρδί τι είναι, χοιρινό λαρδί, λαρδί συνταγή, φτιάχνω λαρδί
Συνώνυμα: λαρδί
χοιρινό λίπος, ξύγκι
Μεταφράσεις: λαρδί
λαρδί στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
lard, subcutaneous fat, bacon, pig fat
λαρδί στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
manteca, lardo, manteca de cerdo, la manteca de cerdo, la manteca, tocino
λαρδί στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schweinefett, schweineschmalz, schmalz, Schmalz, Schweineschmalz, Speck, Schweinefett
λαρδί στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
graisse, saindoux, lard, entrelarder, larder, piquer, le saindoux, du saindoux, de saindoux
λαρδί στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
lardellare, strutto, lardo, lo strutto, il lardo, di strutto
λαρδί στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
banha, banha de porco, toucinho, a banha, lard
λαρδί στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
reuzel, spek, varkensvet, lard, varkensreuzel
λαρδί στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
нашпиговать, сало, шпиговать, смалец, шпик, лярд, сала, свиное сало, свиного сала
λαρδί στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
smult, spekk, lard, svinefett
λαρδί στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
späck, ister, flott
λαρδί στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ihra, sianihra, laardi, laardiöljy, silavaa, laardia
λαρδί στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
svinefedt, fedt, spæk, fedtet, lard
λαρδί στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
špikovat, sádlo, slanina, prošpikovat, vepřové sádlo, sádla, vepřového sádla, olein z vepřového sádla
λαρδί στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
szpikować, naszpikować, smalec, sadło, słonina, smalcu, smalcowy, ze smalcem
λαρδί στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
disznózsír, szalonna, sertészsír, disznózsírt, a disznózsír
λαρδί στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
domuz yağı, lard, domuz, Şpig
λαρδί στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
крадіжка, злодійство, сало
λαρδί στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
sallo, dhjamë derri, ushuj, pasuroj, hedh dhajmë
λαρδί στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сало, свинска мас, мас, свинската мас, сланина, бекон
λαρδί στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сала, сало
λαρδί στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
searasv, pekk, vürtsitama, seapekk, searasva, sulatatud searasva, seapeki
λαρδί στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mast, salo, svinjska mast, začiniti, začiniti slaninom
λαρδί στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lard, svínafeiti
λαρδί στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
taukai, kiaulinių taukų, kiaulinius taukus, taukų, kiauliniai taukai
λαρδί στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
speķis, kausēti tauki, kausētus taukus, cūku tauki, kausēti cūku tauki
λαρδί στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
сало, маст, свинска маст, свинската маст, свинска мас
λαρδί στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
untură, untura, slănină, slanina, de untură
λαρδί στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
saldo, lard, mast, masti, svinjska mast, svinjske masti
λαρδί στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sadlo, masť, tuk, sadla, slanina
Τυχαίες λέξεις