Επίπληξη στα δανικά
Μετάφραση: επίπληξη, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
dadle, bebrejdelse, irettesættelse, Trusel, Tugtelsens, anklage
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επίπληξη
επίπληξη εργαζόμενου, επίπληξη συνώνυμα, έγγραφη επίπληξη, επίπληξη english, επίπληξη δημοσίου υπαλλήλου, επίπληξη λεξικό γλώσσας δανικά, επίπληξη στα δανικά
Μεταφράσεις
- επίπεδος στα δανικά - jævn, flad, lejlighed, fladskærms, flade, fladt, fast
- επίπλευση στα δανικά - flotation, børsnotering, flydeevne, børsintroduktion, flotation enhed
- επίπλωση στα δανικά - møbler, inventar, indrettet, møblering, indretning
- επίπονος στα δανικά - besværlig, omstændelig, arbejdskrævende, besværlige, møjsommelig
Τυχαίες λέξεις
Επίπληξη στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: dadle, bebrejdelse, irettesættelse, Trusel, Tugtelsens, anklage
Μεταφράσεις: dadle, bebrejdelse, irettesættelse, Trusel, Tugtelsens, anklage