Επιταγή στα δανικά

Μετάφραση: επιταγή, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
check, bankanvisning, kontrollere, tjekke, checke, tjek
Επιταγή στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιταγή

επιταγή εισόδου 2014, επιταγή εισόδου voucher, επιταγή εγγυήσεως, επιταγή εισόδου στην αγορά εργασίας για άνεργους νέους έως 29 ετών 2014, επιταγή εισόδου στην αγορά εργασίας για άνεργους νέους στον κλάδο του τουρισμού ηλικίας έως 29 ετών, επιταγή λεξικό γλώσσας δανικά, επιταγή στα δανικά

Μεταφράσεις

  • επιτήρηση στα δανικά - overvågning, tilsyn, overvågningen, overvågning af, kontrol
  • επιτίθεμαι στα δανικά - angribe, angreb, lange ud, lash, at lange ud, piskeslag, give piskeslag
  • επιτακτικός στα δανικά - autoritativ, autoritative, autoritativt, gyldighed, officiel
  • επιταχύνω στα δανικά - hastighed, hastigheden, speed, fart
Τυχαίες λέξεις
Επιταγή στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: check, bankanvisning, kontrollere, tjekke, checke, tjek