Check στα ελληνικά
Μετάφραση: check, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανακόπτω, καρέ, αναχαιτίζω, σταματώ, επιταγή, έλεγχος, ελέγξετε, ελέγξτε, ελέγχει, ελέγξετε τη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- chance στα ελληνικά - ευκαιρία, τύχη, συγκυρία, πιθανότητα, δυνατότητα, πιθανότητες, την ευκαιρία
- chauffør στα ελληνικά - οδηγός, σοφέρ, μαέστρος, οδηγού, οδηγό, πρόγραμμα οδήγησης, οδήγησης
- chef στα ελληνικά - ηγετικός, αφεντικό, εργοδηγός, κύριος, ανώτερος, αρχηγός, προϊστάμενος, ...
- chok στα ελληνικά - βαζάκι, κρούση, τραντάζω, κραδασμός, σοκ, κραδασμών, καταπληξία, ...
Τυχαίες λέξεις
Check στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανακόπτω, καρέ, αναχαιτίζω, σταματώ, επιταγή, έλεγχος, ελέγξετε, ελέγξτε, ελέγχει, ελέγξετε τη
Μεταφράσεις: ανακόπτω, καρέ, αναχαιτίζω, σταματώ, επιταγή, έλεγχος, ελέγξετε, ελέγξτε, ελέγχει, ελέγξετε τη