Επιτηρώ στα δανικά
Μετάφραση: επιτηρώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
inspicere, kontrollere, undersøge, inspektion, at inspicere
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιτηρώ
επιτηρώ λεξικό γλώσσας δανικά, επιτηρώ στα δανικά
Μεταφράσεις
- επιτηδεύομαι στα δανικά - epitidefomai
- επιτηρητής στα δανικά - vejleder, supervisor, Tilsynsførende, Tilsynsførende for, projektlederen
- επιτιθέμενος στα δανικά - angriber, hacker, angriberen, hackeren
- επιτιμώ στα δανικά - dadle, bebrejde, skamme, kritisere, bebrejdelser
Τυχαίες λέξεις
Επιτηρώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: inspicere, kontrollere, undersøge, inspektion, at inspicere
Μεταφράσεις: inspicere, kontrollere, undersøge, inspektion, at inspicere