Επιτηρώ στα λιθουανικά
Μετάφραση: επιτηρώ, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tikrinti, apžiūrėti, patikrinti, tikrina, patikrinkite
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιτηρώ
επιτηρώ λεξικό γλώσσας λιθουανικά, επιτηρώ στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- επιτηδεύομαι στα λιθουανικά - epitidefomai
- επιτηρητής στα λιθουανικά - vadovas, priežiūros, priežiūros institucija, prižiūrėtojas, s priežiūros
- επιτιθέμενος στα λιθουανικά - agresorius, užpuolikas, puolėjas, įsilaužėlis, įsilaužėliui, atakującej
- επιτιμώ στα λιθουανικά - priekaištauti, prikaišioti, wyrzuty, Brana, Ganić
Τυχαίες λέξεις
Επιτηρώ στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: tikrinti, apžiūrėti, patikrinti, tikrina, patikrinkite
Μεταφράσεις: tikrinti, apžiūrėti, patikrinti, tikrina, patikrinkite