Επιχειρηματολογώ στα δανικά
Μετάφραση: επιχειρηματολογώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
diskutere, argumentere, drøfte, jeg argumenterer, jeg argumentere, jeg argumenterer for, jeg hævde
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιχειρηματολογώ
επιχειρηματολογώ λεξικό γλώσσας δανικά, επιχειρηματολογώ στα δανικά
Μεταφράσεις
- επιχειρηματίας στα δανικά - forretningsmand, forretningsmænd, businessman, forretningsmanden
- επιχειρηματικός στα δανικά - initiativrige, initiativrig, foretagsomme, enterprising, driftig
- επιχειρώ στα δανικά - forsøg, forsøg på, forsøget, forsøger, forsøge
- επιχορήγηση στα δανικά - subsidier, tilskud, støttebeløbet, tilskuddet, støtten
Τυχαίες λέξεις
Επιχειρηματολογώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: diskutere, argumentere, drøfte, jeg argumenterer, jeg argumentere, jeg argumenterer for, jeg hævde
Μεταφράσεις: diskutere, argumentere, drøfte, jeg argumenterer, jeg argumentere, jeg argumenterer for, jeg hævde