Ιδιορρυθμία στα δανικά

Μετάφραση: ιδιορρυθμία, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
ejendommelighed, egenart, særegenhed, kendetegnende, er kendetegnende
Ιδιορρυθμία στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ιδιορρυθμία

ιδιορρυθμία συνώνυμα, ιδιορρυθμία λεξικο, ιδιορρυθμία προτασεις, ιδιορρυθμία λεξικό γλώσσας δανικά, ιδιορρυθμία στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ιδιοκτήτης στα δανικά - ejer, Ejeren, annoncøren, ejerens
  • ιδιοκτησία στα δανικά - ejendom, hotel, ejendomme, ejendommen, egenskab
  • ιδιοτέλεια στα δανικά - egoisme, selviskhed, selviskheden
  • ιδιοτελής στα δανικά - egennyttig, egen interesse, egoistisk, egennyttigt, egennyttige
Τυχαίες λέξεις
Ιδιορρυθμία στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: ejendommelighed, egenart, særegenhed, kendetegnende, er kendetegnende