Ιδιορρυθμία στα ολλανδικά
Μετάφραση: ιδιορρυθμία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
nieuwsgierigheid, rariteit, weetgierigheid, eigenaardigheid, bijzonderheid
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ιδιορρυθμία
ιδιορρυθμία συνώνυμα, ιδιορρυθμία λεξικο, ιδιορρυθμία προτασεις, ιδιορρυθμία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ιδιορρυθμία στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ιδιοκτήτης στα ολλανδικά - eigenaar, bezitter, de eigenaar, verhuurder, eigenaar van
- ιδιοκτησία στα ολλανδικά - bezit, eigendom, vermogen, eigendomsrecht, bezitting, eigenschap, goed
- ιδιοτέλεια στα ολλανδικά - egoïsme, zelfzucht, zelfzuchtigheid, eigenbelang, het egoïsme
- ιδιοτελής στα ολλανδικά - uit eigenbelang, zelfzuchtig, eigenbelang, zelfzuchtige, baatzuchtig
Τυχαίες λέξεις
Ιδιορρυθμία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: nieuwsgierigheid, rariteit, weetgierigheid, eigenaardigheid, bijzonderheid
Μεταφράσεις: nieuwsgierigheid, rariteit, weetgierigheid, eigenaardigheid, bijzonderheid