Κίνητρο στα δανικά
Μετάφραση: κίνητρο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
bevæggrund, incitament, incitament til, tilskyndelse, ansporende, incitamentet
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κίνητρο
κίνητρο επίτευξης, κίνητρο συνώνυμο, κίνητρο στην εκπαίδευση, κίνητρο επίτευξησ δημοσιονομικών στόχων, κίνητρο απόδοσησ εκπαιδευτικών, κίνητρο λεξικό γλώσσας δανικά, κίνητρο στα δανικά
Μεταφράσεις
- κίνημα στα δανικά - bevægelse, bevægelighed, bevægelsen, udveksling, bevægelser
- κίνηση στα δανικά - røre, bevægelse, gå, flytte, bevæge, motion, forslag, ...
- κίτρινος στα δανικά - bleg, gul, gult, gule, yellow
- καίριος στα δανικά - grav, afgørende, afgørende betydning, af afgørende betydning, vigtigt
Τυχαίες λέξεις
Κίνητρο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: bevæggrund, incitament, incitament til, tilskyndelse, ansporende, incitamentet
Μεταφράσεις: bevæggrund, incitament, incitament til, tilskyndelse, ansporende, incitamentet