Καλόβουλος στα δανικά
Μετάφραση: καλόβουλος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
hærdet, lunkent, tempereret, af hærdet, humør
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καλόβουλος
καλόβουλος λεξικό γλώσσας δανικά, καλόβουλος στα δανικά
Μεταφράσεις
- καλπάζω στα δανικά - galop, Gallop, Firspring
- καλπασμός στα δανικά - galop, Gallop, Firspring
- καλόγερος στα δανικά - munk, munken, monk, munke
- καλόκαρδος στα δανικά - godhjertet, ejegode, venligtsindede, godhjertede, hjertensgode
Τυχαίες λέξεις
Καλόβουλος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: hærdet, lunkent, tempereret, af hærdet, humør
Μεταφράσεις: hærdet, lunkent, tempereret, af hærdet, humør