Κατακρίνω στα δανικά

Μετάφραση: κατακρίνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
dadle, irettesætte, reprove, revs, straffe, gaa i Rette
Κατακρίνω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατακρίνω

κατακρίνω λεξικο, κατακρίνω συνώνυμα, κατακρίνω στα αγγλικα, επικρίνω κατακρίνω, κατακρίνω αγγλικά, κατακρίνω λεξικό γλώσσας δανικά, κατακρίνω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • κατακλύζομαι στα δανικά - syndflod, strøm, syndfloden, deluge, oversvømme
  • κατακλύζω στα δανικά - pakke, oversvømmelse, overvælde, overvælder, overmander, overmande, at overvælde
  • κατακρατώ στα δανικά - holde, beholde, tilbageholde, at tilbageholde, nægte, tilbageholder, afslå
  • κατακραυγή στα δανικά - råb, skrig, ramaskrig, opstandelse, opråb
Τυχαίες λέξεις
Κατακρίνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: dadle, irettesætte, reprove, revs, straffe, gaa i Rette