Λέξη: πολυδάπανος

Συνώνυμα: πολυδάπανος

δαπανηρός, ακριβός, σπάταλος, υπερβολικός, άμετρος

Μεταφράσεις: πολυδάπανος

πολυδάπανος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
extravagant, costly, wasteful, very expensive, very expensive sophisticated

πολυδάπανος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pródigo, despilfarrado, extravagante, costoso, costosa, costosos, costosas, caro

πολυδάπανος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
überspannt, verschwenderisch, teuer, kostspielig, aufwendig, aufwändig, kostspielige

πολυδάπανος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
prodigue, extravagant, dissipateur, excentrique, outré, excessif, exorbitant, outrancier, exagéré, dépensier, cher, coûteux, coûteuse, coûteuses, onéreux

πολυδάπανος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
costoso, costosa, costosi, costose, oneroso

πολυδάπανος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
dispendioso, caro, dispendiosa, onerosa, oneroso

πολυδάπανος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
buitensporig, kostbaar, duur, kostbare, dure, duurder

πολυδάπανος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
непомерный, нерасчетливый, бестолковый, нелепый, взбалмошный, химерический, несуразный, бессмысленный, экстравагантный, помпезный, расточительный, сумасбродный, крайний, дорогостоящий, дорогой, дорогостоящим, дорого, дорогостоящими

πολυδάπανος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ødsel, kostbar, kost, kostbart, kostbare, dyrt

πολυδάπανος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kostsam, kostsamma, kostsamt, kost, dyrt

πολυδάπανος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ylenpalttinen, liiallinen, yletön, liika, kallis, kallista, kalliita, kalliiksi, kalliit

πολυδάπανος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
dyrt, dyre, kostbare, kostbar, omkostningskrævende

πολυδάπανος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rozhazovačný, extravagantní, nemírný, marnotratný, výstřední, přehnaný, nákladný, nákladné, nákladná, nákladnější, drahé

πολυδάπανος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
marnotrawny, rozrzutny, przesadny, ekstrawagancki, nadmierny, wystawny, nowatorski, lekkomyślny, dziwaczny, kosztowny, drogi, kosztowne, kosztowna, kosztownym

πολυδάπανος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tékozló, drága, költséges, költségesebb, a költséges, költségesek

πολυδάπανος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tutumsuz, pahalı, maliyetli, masraflı, yüksek maliyetli, maliyetlidir

πολυδάπανος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дорогий, коштовний, найдорожчий, дорожчий

πολυδάπανος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i kushtueshëm, kushtueshme, kushtueshëm, të kushtueshme, e kushtueshme

πολυδάπανος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
скъп, скъпо, скъпа, скъпоструваща, скъпоструващо

πολυδάπανος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дарагі

πολυδάπανος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pillav, ekstravagantne, kulukas, kulukad, kulukaid, kallis, kulukaks

πολυδάπανος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nastran, neobičan, skup, skupo, skupi, skupa, skupe

πολυδάπανος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
eyðslusamur, dýr, dýrt, kostnaðarsamt, kostnaðarsöm, kostnaðarsamar

πολυδάπανος στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
prodigus

πολυδάπανος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
brangus, brangu, brangi, brangios, brangiai kainuoja

πολυδάπανος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
dārgs, dārgi, dārga, dārgas

πολυδάπανος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
скапи, скапо, скап, скапа, скапите

πολυδάπανος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cheltuitor, costisitor, costisitoare, de costisitoare, scump

πολυδάπανος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
draga, drago, drage, dragi, drag

πολυδάπανος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
extravagantní, nákladný, nákladné, nákladná, drahý, nákladným
Τυχαίες λέξεις