Κουτός στα δανικά

Μετάφραση: κουτός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
dum, tåbelig, dumme, dumt, stupid
Κουτός στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κουτός

καυτός συνώνυμα, κουτός λεξικό γλώσσας δανικά, κουτός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • κουτσομπόλης στα δανικά - gossiper
  • κουτσουρεύω στα δανικά - truncate, afkorte, trunkerer, trunkere, afkorter
  • κουφάρι στα δανικά - slagtekrop, slagtekroppen, kroppen, slagtet, slagtekroppe
  • κουφός στα δανικά - døv, døve, gangbesværede, det døve
Τυχαίες λέξεις
Κουτός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: dum, tåbelig, dumme, dumt, stupid