Λέξη: ελικοειδής
Σχετικές λέξεις: ελικοειδής
ελικοειδής κίνηση, ελικοειδής κεραία, ελικοειδής αξονική τομογραφία, ελικοειδής σκάλα, ελικοειδής κολίτιδα, ελικοειδής αορτή
Συνώνυμα: ελικοειδής
σπειρώδης, υψηλός και λεπτός, σπειροειδής, όλο στροφές, ελικώδης, καμπύλος, σκολιός, όχι ευθύς, στραβός
Μεταφράσεις: ελικοειδής
ελικοειδής στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
spiral, helical, sinuous, tortuous, helix
ελικοειδής στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
espiral, helicoidal, helicoidales, helicoidal de, hélice
ελικοειδής στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
spirale, schraubenförmig, gewunden, Wendel, Helix, spiralförmige, spiralförmigen, schraubenförmigen
ελικοειδής στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
limaçon, spirale, spiral, colimaçon, hélicoïdal, hélicoïdale, hélice, en hélice, hélicoïdaux
ελικοειδής στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
spirale, elicoidale, elica, elicoidali, ad elica
ελικοειδής στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
helicoidal, helicoidais, hélice, helical, helicoidal de
ελικοειδής στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
spiraal, spiraalvormig, schroefvormig, spiraalvormige, schroefvormige
ελικοειδής στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
виток, спиральный, винтовой, винтообразный, спираль, винтовая, спиральная, спиральной
ελικοειδής στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
spiral, spiralformede, spiralformet, skrueformet, helisk
ελικοειδής στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
spiral, spiralformade, helix, spiralformig, spiralformad, skruvlinjeformig
ελικοειδής στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kierre, vyyhti, ruuvikierre, kierteiset, kierukka, kierteisen, kierukkamainen
ελικοειδής στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
spiralformet, spiralformede, skrueformet, skrueformede, skruelinieformet
ελικοειδής στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
spirální, spirálovitý, šroubová, spirálová, spirálové, helikální
ελικοειδής στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kręty, spiralny, ślimakowaty, spirala, zwojowy, śrubowaty, śrubowy, spiralnego, śrubowej, walcowo
ελικοειδής στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
csigavonalú, spirál, órarugó, spirális, helikális, homlokkerekes, csavarvonal alakú
ελικοειδής στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
helis, helezon, sarmal, helisel, helezoni, spiral
ελικοειδής στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
спіраль, виток, гвинтовий, гвинтової, гвинтових, гвинтовою, гвинтовій
ελικοειδής στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
spiral, spirale.Shkakton, spiral me
ελικοειδής στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
спирален, спираловиден, спирална, спираловидна, спиралната
ελικοειδής στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вінтавой, шрубавай, шрубавы, вітай, шрубавых
ελικοειδής στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mollusk, spiraalköites, spiraal, spiraalne, spiraalsed, spiraalse, heeliksi, spiraalsete
ελικοειδής στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zavojnica, zavojit, spiralan, spiralni, ozubljenjem, spiralne, navojna
ελικοειδής στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
helical, gormfjöður, skrúfulínumyndað
ελικοειδής στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
spiralė, sraigtinis, cilindrinių, sraigtinė, spiralinės, cilindrinių krumpliaračių
ελικοειδής στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
svārstības, spirāle, spirālveida, helical, spirālveida mehānisko, ar spirālveida mehānisko, spirāles
ελικοειδής στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
спирален, спирална, спирала, спирални, спиралните
ελικοειδής στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
spirală, elicoid, elicoidal, șurub, elicoidală, elicoidale
ελικοειδής στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
spirála, spiralni, spiralne, spiralna, vijačnica, spiralno
ελικοειδής στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
špirálovitý, špirálový, špirálovitého, špirálovitou, špirálovitú