Κτηνώδης στα δανικά
Μετάφραση: κτηνώδης, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
brutal, væmmelig, dyrisk, beastly, dyriske, djævleblændt
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κτηνώδης
κτηνώδης δύναμη ογκώδης άγνοια, κτηνώδησ ατομικισμόσ, κτηνώδης λεξικό γλώσσας δανικά, κτηνώδης στα δανικά
Μεταφράσεις
- κτηνιατρικός στα δανικά - veterinær, veterinære, veterinærmedicinske, veterinærområdet, veterinær-
- κτηνωδία στα δανικά - brutalitet, brutale, brutaliteten, brutal
- κτητικός στα δανικά - rethaverisk, besiddende, omklamrende, besidderisk, possessive
- κυανός στα δανικά - blå, blue, blåt
Τυχαίες λέξεις
Κτηνώδης στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: brutal, væmmelig, dyrisk, beastly, dyriske, djævleblændt
Μεταφράσεις: brutal, væmmelig, dyrisk, beastly, dyriske, djævleblændt