Κυνηγώ στα δανικά
Μετάφραση: κυνηγώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
forfølgelse, forfølge, stængel, stilk, jagt, jage, chase, jagten
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κυνηγώ
κυνηγώ συνώνυμα, κυνηγώ χίμαιρες, κυνηγώ λεξικό γλώσσας δανικά, κυνηγώ στα δανικά
Μεταφράσεις
- κυνήγι στα δανικά - jagt, jagten, fangst, på jagt
- κυνηγός στα δανικά - jæger, Hunter, jægeren, fanger
- κυνικός στα δανικά - hunde, hund, canine, hundens
- κυνισμός στα δανικά - kynisme, kynismen, kyniske, kynisk
Τυχαίες λέξεις
Κυνηγώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: forfølgelse, forfølge, stængel, stilk, jagt, jage, chase, jagten
Μεταφράσεις: forfølgelse, forfølge, stængel, stilk, jagt, jage, chase, jagten