Forfølgelse στα ελληνικά

Μετάφραση: forfølgelse, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταδίωξη, κυνηγώ, ασχολία, επίτευγμα, διωγμός, δίωξης, διώξεις, διωγμό
Forfølgelse στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • forfærdelig στα ελληνικά - φοβερός, απαίσιος, τρομερός, φοβισμένος, έσχατος, τρομακτικός, φρικτός, ...
  • forfølge στα ελληνικά - επιδιώκω, παγανίζω, κυνηγώ, καταδιώκω, ασκώ, επιδιώκουν, επιδιώξει, ...
  • forgifte στα ελληνικά - δηλητήριο, δηλητηρίου, δηλητηριάσεων, το δηλητήριο, δηλητηριώδη
  • forgiftning στα ελληνικά - δηλητηρίαση, δηλητηρίασης, δηλητηριάσεις, δηλητηρίαση από, δηλητηρίασης από
Τυχαίες λέξεις
Forfølgelse στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταδίωξη, κυνηγώ, ασχολία, επίτευγμα, διωγμός, δίωξης, διώξεις, διωγμό