Κωμικός στα δανικά
Μετάφραση: κωμικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
komisk, morsom, sjov, komiker, komikeren
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κωμικός
γερμανός κωμικός, κωμικόσ διάλογοσ, κωμικός συνώνυμα, γάλλος κωμικός, κωμικόσ μονόλογοσ, κωμικός λεξικό γλώσσας δανικά, κωμικός στα δανικά
Μεταφράσεις
- κωλικός στα δανικά - kolik, colic, af kolik
- κωλυσιεργώ στα δανικά - hindre, forhindre, forstyrre, sabotage, sabotagen
- κωμωδία στα δανικά - komedie, Comedy, komedien, komik
- κωνικός στα δανικά - keglesnit, konisk, koniske, kegleformet, den koniske
Τυχαίες λέξεις
Κωμικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: komisk, morsom, sjov, komiker, komikeren
Μεταφράσεις: komisk, morsom, sjov, komiker, komikeren