Μαλθακός στα δανικά

Μετάφραση: μαλθακός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
vanskelig, sart, doven, fin, lækker, delikat, skrøbelig, sybaritic, overdådig
Μαλθακός στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μαλθακός

μαλθακός συνώνυμο, μαλθακός ετυμολογία, μαλθακός ορισμός, μαλθακός λεξικό γλώσσας δανικά, μαλθακός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • μαλακός στα δανικά - følsom, mild, øm, blød, sød, bløde, blødt, ...
  • μαλακώνω στα δανικά - blødgøre, at blødgøre, bløde, blødgør, blødgøres
  • μαλλί στα δανικά - uld, ulden, af uld
  • μαλλιά στα δανικά - hår, håret, hair, hårtørrer
Τυχαίες λέξεις
Μαλθακός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: vanskelig, sart, doven, fin, lækker, delikat, skrøbelig, sybaritic, overdådig