Μεταρσίωση στα δανικά
Μετάφραση: μεταρσίωση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
metarsiosi
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μεταρσίωση
μεταρσίωση συνωνυμο, μεταρσίωση λεξικο, μεταρσίωση ετυμολογία, μεταρσίωση τι σημαινει, μεταρσίωση βρεττάκος, μεταρσίωση λεξικό γλώσσας δανικά, μεταρσίωση στα δανικά
Μεταφράσεις
- μεταρρυθμίζω στα δανικά - metarrythmizo
- μεταρρύθμιση στα δανικά - reform, reformen, reformer, reform af, reformen af
- μεταρσιωμένος στα δανικά - ophøjet, ophøjede, eksalteret
- μεταρσιώνω στα δανικά - metarsiono
Τυχαίες λέξεις
Μεταρσίωση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: metarsiosi
Μεταφράσεις: metarsiosi