Λέξη: αποφασιστικότητα
Σχετικές λέξεις: αποφασιστικότητα
αποφασιστικότητα ορισμος, αποφασιστικότητα έναντι των άκρων, αποφασιστικότητα wiki, αποφασιστικότητα ιστορικών προσώπων, αποφασιστικότητα αποφθεγματα, αποφασιστικότητα english, αποφασιστικότητα ψυχολογια, αποφασιστικότητα ετυμολογία, αποφασιστικότητα λεξικό, αποφασιστικότητα συνωνυμα
Συνώνυμα: αποφασιστικότητα
ψήφισμα, ανάλυση, απόφαση, διάλυση, λύση διαφωνίας, αποφασιστικότης, προσδιορισμός, καθορισμός
Μεταφράσεις: αποφασιστικότητα
αποφασιστικότητα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
determination, decisiveness, resolution, resolve
αποφασιστικότητα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
decisión, determinación, definición, la determinación, determinación de, determinar
αποφασιστικότητα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zielstrebigkeit, bestimmtheit, entscheidung, absicht, entschluss, bestimmung, entschlossenheit, maßgeblichkeit, Bestimmung, Entschlossenheit, Ermittlung, Bestimmungs
αποφασιστικότητα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
parti, qualification, but, conclusion, décision, arrêté, fermeté, désignation, intention, délibération, propos, résolution, détermination, la détermination, déterminer, volonté
αποφασιστικότητα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
risoluzione, determinazione, decisione, determinatezza, risolutezza, deliberazione, la determinazione, determinare, volontà, accertamento
αποφασιστικότητα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
decisões, decisão, alvo, fim, determinação, deliberação, a determinação, determinação de, determinar
αποφασιστικότητα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
doelwit, uitspraak, doelstelling, strekking, bedoeling, vaststelling, honk, conclusie, besluit, slot, beslissing, doel, vastberadenheid, bepaling, bepalen, vaststellen
αποφασιστικότητα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
решение, решимость, приговор, умысел, решительность, намерение, непреклонность, установление, определение, подсчет, определения, определении
αποφασιστικότητα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
beslutning, kjennelse, bestemmelse, besluttsomhet, fastsettelse, vilje, bestemmelsen
αποφασιστικότητα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
beslut, fasthet, bestämning, beslutsamhet, fastställande, fastställandet, bestämn
αποφασιστικότητα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
loppulause, sisu, tarkoitus, aikomus, päättäväisyys, päätös, aie, päämäärä, johtopäätös, määräys, määritys, määrittäminen, määrittämistä, päättäväisyyttä, määrittämiseen
αποφασιστικότητα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
beslutning, afgørelse, bestemmelse, beslutsomhed, fastsættelsen, fastlæggelse, bestemmelsen
αποφασιστικότητα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odhodlání, stanovení, rozhodnutí, determinace, určení, pevnost, rozhodování, rozhodnost, usnesení, odhodlanost, determinaci
αποφασιστικότητα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
determinacja, postanowienie, określenie, określanie, oznaczanie, stanowczość, oznaczenie, rezolutność, wyznaczanie, zdecydowanie, ustalenie
αποφασιστικότητα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
véghatározat, meghatározás, meghatározása, meghatározására, meghatározását, meghatározásához
αποφασιστικότητα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
karar, azim, niyet, meram, belirleme, belirlenmesi, tayini, tespiti, tespit
αποφασιστικότητα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
рішучість, установлення, розв'язання, визначення, ухвалу
αποφασιστικότητα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vendosmëri, përcaktim, përcaktimi, vendosmëria, vendosmërinë
αποφασιστικότητα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
решение, решителност, определяне, определянето, определяне на, решимост
αποφασιστικότητα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вызначэнне, азначэнне, вызначэньне, азначэньне
αποφασιστικότητα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
otsusekindlus, lõplikkus, lahend, määrus, määratlemine, määramine, määramiseks, määramise, kindlaksmääramise, kindlaksmääramine
αποφασιστικότητα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
odredba, odlučnost, Određivanje, utvrđivanje, određivanja, odluka
αποφασιστικότητα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
festa, ákvörðun, ákvarða, ákvarðað, að ákvarða, ákvörðunar
αποφασιστικότητα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sprendimas, apibrėžimas, nustatymas, nustatyti, nustatymo, nustatymą
αποφασιστικότητα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
spriedums, lēmums, apņēmība, noteiktība, noteikšana, noteikšanu, noteikšanai, noteikšanas
αποφασιστικότητα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
определување, определувањето, утврдување, одредување, определба
αποφασιστικότητα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
decizie, fermitate, determinare, determinarea, hotărâre, de determinare, determinare a
αποφασιστικότητα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
določitev, določanje, odločenost, ugotavljanje, ugotovitev
αποφασιστικότητα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rozhodnosť, rozhodnutí, stanovení, rozhodnutie, rozhodnutia, rozhodnutiu, súdu
Τυχαίες λέξεις