Μοναχός στα δανικά
Μετάφραση: μοναχός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
alene, munk, Friar, Munken, munk fra, Broder
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μοναχός
μοναχός ιωσήφ, μοναχός μωυσής αγιορείτης, μοναχός παίσιος, μοναχός τραγουδιστής, μοναχός σου χόρευε κι όσο θέλεις πήδα, μοναχός λεξικό γλώσσας δανικά, μοναχός στα δανικά
Μεταφράσεις
- μοναξιά στα δανικά - ensomhed, ensomheden
- μοναχικός στα δανικά - isoleret, eneste, ensom, alene, ensomme, lonely, ensomt
- μονοκόμματος στα δανικά - ét stykke, et stykke, i ét stykke, en brik, i et stykke
- μονομαχία στα δανικά - duel, Duel og, duellen, duel med, Duel og fik
Τυχαίες λέξεις
Μοναχός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: alene, munk, Friar, Munken, munk fra, Broder
Μεταφράσεις: alene, munk, Friar, Munken, munk fra, Broder